Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το λιθόστρωτο

  • 1 мостовая

    мостовая ж το λιθόστρωτο асфальтовая \мостовая о ασφαλτόστρωτος δρόμος
    * * *
    ж
    το λιθόστρωτο

    асфа́льтовая мостова́я — ο ασφαλτόστρωτος δρόμος

    Русско-греческий словарь > мостовая

  • 2 мостовая

    мостовая
    ж τό λιθόστρωτο, τό καλντερίμι:
    асфальтовая \мостовая ὁ ἀσφαλτόστρωτος δρόμος· булыжная \мостовая ὁ δρόμος στρωμένος μέ χαλίκια.

    Русско-новогреческий словарь > мостовая

  • 3 панель

    панель
    ж
    1. (на улице) τό λιθόστρωτο[ν], τό πεζοδρόμιο[ν]·
    2. стр. τό πασαμέντο.

    Русско-новогреческий словарь > панель

  • 4 цокать

    цока||ть
    несов (о лошади):
    копыта \цокатьют по мостовой τά πέταλα κροτοῦν στό λιθόστρωτο.

    Русско-новогреческий словарь > цокать

  • 5 мостовая

    [μασταβάγια] ουσ. θ. λιθόστρωτο

    Русско-греческий новый словарь > мостовая

  • 6 мостовая

    [μασταβάγια] ουσ θ λιθόστρωτο

    Русско-эллинский словарь > мостовая

  • 7 брусчатка

    θ.
    1. αθρσ. τετράγωνες πέτρες για οδόστρωση.
    2. το λιθόστρωτο.

    Большой русско-греческий словарь > брусчатка

  • 8 булыжный

    επ.
    πέτρινος,λίθινος, με ποτα-μόπετρες•

    -ая мостовая λιθόστρωτος δρόμος, λιθόστρωτο, καλντερίμι.

    Большой русско-греческий словарь > булыжный

  • 9 валять

    ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о
    1. κυλίω, κυλώ•

    в снегу κυλώ στο χιόνι•

    валять в муке κυλώ στο αλεύρι•

    валять в грязи κυλώ στη λάσπη•

    валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).

    2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.
    3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.
    1. κυλιέμαι, κυλίομαι.
    2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•

    пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.

    || πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•

    шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.

    εκφρ.
    - на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•
    на дороге ή на улице ή на полуκ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα.

    Большой русско-греческий словарь > валять

  • 10 мостовая

    -ой θ. το λιθόστρωτο, λιθοστρωμένος δρόμος•

    булыжная мостовая λιθόστρωτος,(βοτσαλοστρωμένος) δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > мостовая

  • 11 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

  • 12 топотать

    -почу, -почешь
    ρ.δ. χτυπώ, κροτώ με τα πόδια, ποδοκροτώ•

    кони -чут по мостовой τα άλογα ποδοβολούν στο λιθόστρωτο•

    плясали, лихо топча ногами χόρευαν, χτυπώντας δυνατά τα πόδια.

    βλ. топтаться.

    Большой русско-греческий словарь > топотать

  • 13 цокать

    ρ.δ.
    1. κάνω τσακ•

    -ли копыта по мостовой έκαναν τσακ-τσακ οι οπλές στο λιθόστρωτο.

    2. ρ.δ. προφέρω «Ц» αντί «Ч» ή μπερδεύω αυτά.

    Большой русско-греческий словарь > цокать

См. также в других словарях:

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Κεφαλονιά — Νησί (781,49 τ. χλμ., 36.404 κάτ.), του Ιονίου πελάγους με πρωτεύουσα το Αργοστόλι. Είναι γνωστό και ως Κεφαλληνία. Αποτελεί το μεγαλύτερο νησί των Επτανήσων και το έκτο μεγαλύτερο της Ελλάδας. Βρίσκεται απέναντι από τον Πατραϊκό κόλπο. Το… …   Dictionary of Greek

  • κορδυβαλλώδης — ῶδες (Α) (μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες) ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη*, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κορδυλο βαλλ ώδης < κορδύλη + βάλλ ω + κατάλ. ώδης η σίγηση τού λο με… …   Dictionary of Greek

  • κραταίπεδος — κραταίπεδος, ον (Α) αυτός που έχει σκληρό δάπεδο, σκληρό έδαφος («κραταίπεδον οὖδας» λιθόστρωτο έδαφος, Σχόλ. Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κραται (< κράτος*) + πεδος (< πέδον «πεδιάδα, έδαφος»), πρβλ. υψί πεδος, χαλκό πεδος] …   Dictionary of Greek

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • λαύρα — η (AM λαύρα, Α επικ. και ιων. τ. λαύρη) νεοελλ. μσν. 1. είδος ιδιόρρυθμου μοναστηριού, στο οποίο ο κάθε μοναχός ζει σε δικό του κελλί 2. το κελλί τού μοναχού, ιδίως τού αναχωρητή 3. συνεκδ. μεγάλο οικοδόμημα που περιλαμβάνει πολλά κελλιά μαζί 4.… …   Dictionary of Greek

  • λιθόστρωτος — η, ο (AM λιθόστρωτος, ον) ο επιστρωμένος με πέτρες («πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῑον... είσεβαίνομεν», Σοφ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το λιθόστρωτο δρόμος στρωμένος με ακανόνιστες πέτρες, καλντερίμι αρχ. 1. ο επιστρωμένος με ψηφιδωτό ή με μωσαϊκό… …   Dictionary of Greek

  • λιθώνω — (AM λιθῶ, όω, Μ και λιθώνω και λιθιώνω) [λίθος] μεταβάλλω κάτι σε πέτρα, απολιθώνω αρχ. 1. (ως απρόσ.) λιθοῡται γίνεται απολίθωση 2. (το ουδ. μτχ. παρακμ. ως ουσ.) τὸ λελιθωμένον το λιθόστρωτο …   Dictionary of Greek

  • μακαντάμ — και μακαδάμ, το λιθόστρωτο επίστρωμα πάνω στο οποίο χύνουν τσιμεντοκονία …   Dictionary of Greek

  • οχλεύς — ο (Α ὀχλεύς) μεταλλική ράβδος η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατόπιση ή τη μετακίνηση βαρέων σωμάτων ή για την απόσπαση λίθων από λιθόστρωτο, λοστός, μοχλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄχλος (για τη σημ. τού τ. βλ. λ. όχλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»